- φάγημα
- φάγημαfoodneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φάγημα — ήματος, τὸ, Α τροφή, φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ημα (πρβλ. τράγ ημα < θ. τραγ τού τρώγω)] … Dictionary of Greek
φαγήμασιν — φάγημα food neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγήματα — φάγημα food neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγήματος — φάγημα food neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφάγημα — ήματος, τὸ, Α το προσφάγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φάγημα «τροφή, έδεσμα» (< θ. φαγ τού φαγεῖν*)] … Dictionary of Greek